- εἰδωλοποιός
- εἰδωλο-ποιός, ὁ,A image-maker, Pl.Sph.239d, Iamb. Myst.3.28.II Adj., producing phantasmal appearances, δύναμις ib.10.2, cf. 2.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εἰδωλοποιός — image maker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειδωλοποιός — ο (Α εἰδωλοποιός) 1. ο κατασκευαστής εικόνων 2. ως επίθ. αυτός που προκαλεί εμφανίσεις φαντασμάτων … Dictionary of Greek
εἰδωλοποιοί — εἰδωλοποιός image maker masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδωλοποιούς — εἰδωλοποιός image maker masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδωλοποιέ — εἰδωλοποιός image maker masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδωλοποιῷ — εἰδωλοποιός image maker masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδωλοποιόν — εἰδωλοποιός image maker masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
εἰδωλοποιοῖς — εἰδωλοποιέω form an image pres opt act 2nd sg (attic epic doric) εἰδωλοποιός image maker masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδωλοποιοῦ — εἰδωλοποιέω form an image pres imperat mp 2nd sg (attic) εἰδωλοποιέω form an image imperf ind mp 2nd sg (attic) εἰδωλοποιός image maker masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδωλοποιῶν — εἰδωλοποιέω form an image pres part act masc nom sg (attic epic doric) εἰδωλοποιός image maker masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)